τερατουργία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(4b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τερᾰτουργία:''' ἡ<b class="num">1)</b> фокусничество (περί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).
|elrutext='''τερᾰτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> фокусничество (περί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).
}}
}}

Revision as of 20:13, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργία Medium diacritics: τερατουργία Low diacritics: τερατουργία Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: teratourgía Transliteration B: teratourgia Transliteration C: teratourgia Beta Code: teratourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A working of wonders, Porph.Abst.2.42; ἡ περὶ γαστέρα τ. its wonderful working, Ph.1.60.    II use or love of the marvellous, ἡ ἐν τοῖς λόγοις τ. Luc.Icar.6, cf. Plu.2.17b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das Wunderthun, die Gaukelei, Sp., wie Plut. u. Luc. Icar. 6, ἐν τοῖς λόγοις, Aufschneiderei.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργία: ἡ, τὸ τερατουργεῖν τὸ ἐργάζεσθαι τέρατα, θαύματα, θαυμαστὰ πράγματα, Πλούτ. 2. 17Β. ΙΙ. ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ θαυμαστόν, ἡ ἐν τοῖς τ. Λουκ. Ἰκαρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habileté de charlatan, jonglerie;
2 amour du merveilleux.
Étymologie: τερατουργός.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τερατουργός
νεοελλ.
τερατώδης πράξη, τερατούργημα
αρχ.
1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία
2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων
3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο
4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.

Greek Monotonic

τερᾰτουργία: ἡ, αγάπη για το θαυμαστό, για το παράδοξο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτουργία:
1) фокусничество (περί τι Plut.);
2) тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).