τράγινος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τράγῐνος:''' (ᾰ) козий (κόραι Anth.). | |elrutext='''τράγῐνος:''' (ᾰ) козий (κόραι Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τράγῐνος, η, ον like [[τράγειος]]<br />of a he-[[goat]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).
Greek (Liddell-Scott)
τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
τράγῐνος: -η, -ον, όπως το τράγειος, αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τράγῐνος: (ᾰ) козий (κόραι Anth.).