φθόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φθόνησις:''' εως ἡ Soph. = [[φθόνος]]. | |elrutext='''φθόνησις:''' εως ἡ Soph. = [[φθόνος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φθόνησις]], εως,<br />a [[jealous]] [[refusal]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A jealous refusal, S.Tr.1212.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.
Greek (Liddell-Scott)
φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α φθονῶ
άρνηση που οφείλεται στο αίσθημα του φθόνου.
Greek Monotonic
φθόνησις: -εως, ἡ, φθονερή άρνηση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φθόνησις: εως ἡ Soph. = φθόνος.