καταλαμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(nl) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος. | |elnltext=καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταλαμπτέος]], η, ον [from [[καταλαμβάνω]] [ionic for [[καταληπτέος]],]<br />to be arrested, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον, Ion. for καταληπτέος,
A to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.
Greek Monotonic
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
Middle Liddell
καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.