καταρόω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰρόω''': ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582˙ πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ [[ὅρκος]] τῶν ἐφήβων, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 106 (Ἡσύχ.˙ καὶ μεταφορ., [[φυτεύω]], γεννῶ).
|lstext='''κατᾰρόω''': ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ [[ὅρκος]] τῶν ἐφήβων, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 106 (Ἡσύχ.· καὶ μεταφορ., [[φυτεύω]], γεννῶ).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰρόω Medium diacritics: καταρόω Low diacritics: καταρόω Capitals: ΚΑΤΑΡΟΩ
Transliteration A: kataróō Transliteration B: kataroō Transliteration C: kataroo Beta Code: kataro/w

English (LSJ)

   A plough up, τὴν γῆν Ar.Av.582: fut. -αρόσω Jusj. ap. Poll.8.106: 2sg. aor. κατήροσας Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] (s. ἀρόω), beackern, bestellen, γῆν, Ar. Av. 582; vgl. Poll. 8, 106. Nach Hesych. auch übtr., = φυτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰρόω: ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ ὅρκος τῶν ἐφήβων, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 106 (Ἡσύχ.· καὶ μεταφορ., φυτεύω, γεννῶ).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
labourer entièrement.
Étymologie: κατά, ἀρόω.

Greek Monotonic

κατᾰρόω: μέλ. -όσω, οργώνω, τὴν γῆν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰρόω: вспахивать (τὴν γῆν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρόω beploegen.