κεγχροβόλοι: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(nl) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk). | |elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κεγχρο-βόλοι, οἱ, [[βάλλω]]<br />[[millet]]-throwers, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 9 January 2019
English (LSJ)
οἱ,
A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
Greek Monolingual
κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.
Greek Monotonic
κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).