πειθός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πειθός -ή -όν overtuigend.\n | |elnltext=πειθός -ή -όν overtuigend.\n | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πειθός]], ή, όν late form of [[πιθανός]], NTest.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.
English (Strong)
from πείθω; persuasive: enticing.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].
Greek Monotonic
πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθός -ή -όν overtuigend.\n