πορθήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.
|elnltext=πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορθήτωρ]], ορος, ὁ, = [[πορθητής]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 00:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθήτωρ Medium diacritics: πορθήτωρ Low diacritics: πορθήτωρ Capitals: ΠΟΡΘΗΤΩΡ
Transliteration A: porthḗtōr Transliteration B: porthētōr Transliteration C: porthitor Beta Code: porqh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.

German (Pape)

[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.

Greek (Liddell-Scott)

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].

Greek Monotonic

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πορθήτωρ: ορος ὁ Aesch. = πορθητής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.

Middle Liddell

πορθήτωρ, ορος, ὁ, = πορθητής, Aesch.]