πρόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.
|elnltext=πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-χρονος, ον,<br />of [[former]] [[time]], Luc.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχρονος Medium diacritics: πρόχρονος Low diacritics: πρόχρονος Capitals: ΠΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: próchronos Transliteration B: prochronos Transliteration C: prochronos Beta Code: pro/xronos

English (LSJ)

ον,

   A anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].

Greek Monotonic

πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πρόχρονος: прошлый, прежний (πράγματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.

Middle Liddell

πρό-χρονος, ον,
of former time, Luc.