στεατώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(nl)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στεᾱτώδης:''' <b class="num">1)</b> покрытый салом (τὸ [[ἐπίπλοον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> богатый салом (ζῷα Arst.).
|elrutext='''στεᾱτώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> покрытый салом (τὸ [[ἐπίπλοον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> богатый салом (ζῷα Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στεατώδης -ες [στέαρ] vetachtig.
|elnltext=στεατώδης -ες [στέαρ] vetachtig.
}}
}}

Revision as of 10:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτώδης Medium diacritics: στεατώδης Low diacritics: στεατώδης Capitals: ΣΤΕΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: steatṓdēs Transliteration B: steatōdēs Transliteration C: steatodis Beta Code: steatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like tallow or suet, φάρμακα Hp.Ulc.2, cf. Arist. PA651b30,al.; ζῷα σ. animals that have tallow or suet, Id.HA520a14; -ώδης ἀποφορά Dsc.2.76.12, cf. Antyll. ap. Sch.Orib.45.2.3.

German (Pape)

[Seite 931] ες, talgartig, Talg habend, ζῶον, Arist. part. anim. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς στέαρ ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα στέαρ ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.

Greek Monolingual

-ες / στεατώδης, -ῶδες, ΝΑ και στητώδης, -ῶδες, Α στέαρ -ατος]
αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι
αρχ.
γεμάτος στέαρ.

Russian (Dvoretsky)

στεᾱτώδης:
1) покрытый салом (τὸ ἐπίπλοον Arst.);
2) богатый салом (ζῷα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεατώδης -ες [στέαρ] vetachtig.