συγκατεσθίω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]]. | |btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
fut.
A -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.
Greek Monolingual
μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Greek Monotonic
συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκατεσθίω: (inf. aor. 2 συγκαταφαγεῖν) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat.