τρίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trigamos
|Transliteration C=trigamos
|Beta Code=tri/gamos
|Beta Code=tri/gamos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-married</b>, with allusion to Helen, <span class="bibl">Stesich. 26</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.12.5</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thrice-married]], with allusion to Helen, <span class="bibl">Stesich. 26</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.12.5</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγᾰμος Medium diacritics: τρίγαμος Low diacritics: τρίγαμος Capitals: ΤΡΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: trígamos Transliteration B: trigamos Transliteration C: trigamos Beta Code: tri/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A thrice-married, with allusion to Helen, Stesich. 26, cf. Theoc.12.5.

German (Pape)

[Seite 1141] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγᾰμος: -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγαμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων
2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γάμος (πρβλ. δίγαμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρίγᾰμος: (ῐ) трижды вступивший в брак (γυνή Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.