στυράκιον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (Ι). | |mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (Ι).<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (II)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (II). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of στύραξ (B),
A ἀκοντίου Th.2.4, Aen.Tact.18.10, prob. cj. in Luc.Tox. 55. II Dim. of στύραξ (A)1, POxy.1142.5.
German (Pape)
[Seite 959] τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στύραξ (Β), ἀκοντίου Θουκ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στύραξ.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).
(II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).
Greek Monotonic
στῠράκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του στύραξ (Β), ἀκοντίου, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυράκιον -ου, τό, demin. van στύραξ, puntige onderkant van de lansschacht.
Russian (Dvoretsky)
στῠράκιον: (ᾰ) τό (нижний) кончик копья Thuc.