δαύω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[sleep]] (Sapph. 83), <b class="b3">ἔδαυσεν ἐκοιμήθη</b>; <b class="b3">ἀδαύως ἐγρηγόρως</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. <b class="b2">doṣā́</b> [[evening]]. Cf. on [[δείελος]]. | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[sleep]] (Sapph. 83), <b class="b3">ἔδαυσεν ἐκοιμήθη</b>; <b class="b3">ἀδαύως ἐγρηγόρως</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. <b class="b2">doṣā́</b> [[evening]]. Cf. on [[δείελος]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''δαύω''': {daúō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schlafen]] (Sapph. 83), ἔδαυσεν· ἐκοιμήθη; ἀδαύως· [[ἐγρηγόρως]] H.<br />'''Etymology''' : Reimwort zu [[ἰαύω]], aber sonst unerklärt. Unwahrscheinliche Hypothese bei Güntert Reimwortbildungen 163. Nicht besser Bechtel Dial. 1, 118: zu aind. ''doṣā́'' [[Abend]] usw.; vgl. zu [[δείελος]].<br />'''Page''' 1,353 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 2 October 2019
English (LSJ)
A = ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)
German (Pape)
[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.
Spanish (DGE)
dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.
• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.
Greek Monolingual
δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαύω [~ ἰαύω?] slapen.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sleep (Sapph. 83), ἔδαυσεν ἐκοιμήθη; ἀδαύως ἐγρηγόρως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. doṣā́ evening. Cf. on δείελος.
Frisk Etymology German
δαύω: {daúō}
Grammar: v.
Meaning: schlafen (Sapph. 83), ἔδαυσεν· ἐκοιμήθη; ἀδαύως· ἐγρηγόρως H.
Etymology : Reimwort zu ἰαύω, aber sonst unerklärt. Unwahrscheinliche Hypothese bei Güntert Reimwortbildungen 163. Nicht besser Bechtel Dial. 1, 118: zu aind. doṣā́ Abend usw.; vgl. zu δείελος.
Page 1,353