ἑλξίνη: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(1b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=ἑλξῖτις See also: s. [[ἕλκω]]. | |etymtx=ἑλξῖτις See also: s. [[ἕλκω]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἑλξίνη''': [[ἑλξῖτις]]<br />{helksínē}<br />'''See also''': s. [[ἕλκω]].<br />'''Page''' 1,501 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, (ἕλκω)
A pellitory, Parietaria officinalis, Dsc.4.85, Apollon.Mir.30. II bindweed, Convolvulus arvensis, Dsc.4.39. III = μῖλαξ τραχεῖα, Ps.-Dsc.4.142. IV ἑ. μείζων, = περικλύμενον, ib.14.
German (Pape)
[Seite 802] ἡ, eine Pflanze mit behaarten Saamenkapseln, parietaria officinalis, Diosc.; auch antirrhinum aegyptiacum, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλξίνη: ῑ, ἡ, (ἕλκω) φυτὸν φυόμενον ἐν θριγκοῖς καὶ τοίχοις˙ καυλία δὲ ἔχει λεπτὰ καὶ ὑπέρυθρα φύλλα ὅμοια λινοζώστει, δασέα˙ περὶ δὲ τοὺς καυλούς, οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντιλαμβανόμενα τῶν ἱματίων, κτλ. Διοσκ. 4. 86, πρβλ. αὐτόθι 39˙ κατὰ τὸν Sibthorp, φύεται πανταχοῦ ἐν Ἑλλάδι καὶ ὀνομάζεται κοινῶς ἀνεμοκλεῖτι ἢ περδικάκι˙ καθ’ Ἡσύχ. «ἑλξίνη ἡ περδίκιος βοτάνη»˙ - «σιδηρῑτις πόα» ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot.
1 parietaria, Parietaria officinalis L., planta urticácea, Nic.Th.537, Dsc.4.85.1.
2 correhuela, Convolvulus arvensis L., Hp.Mul.1.78, Dsc.4.39, Ath.Med. en Gal.13.298, Archig. en Gal.12.857, Paul.Aeg.3.45.10, ἑ. μελαίνη tb. llamada κισσάμπελος Gal.11.875, cf. Archig. en Orib.43.42.4, Aët.6.81.
3 zarzaparrilla, Smilax aspera L., Ps.Dsc.4.142.
4 ἑ. μείζων otro n. de la madreselva, Lonicera etrusca G. Santi, Ps.Dsc.4.14.
Greek Monolingual
η (AM ἑλξίνη)
ποώδες φυτό της οικογένειας τών ουρτικιδών, το περδικάκι.
Frisk Etymological English
ἑλξῖτις See also: s. ἕλκω.