γρυπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus).
|elnltext=γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γρυπός]]<br />hookedness, of the [[nose]], opp. to [[σιμότης]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπότης Medium diacritics: γρυπότης Low diacritics: γρυπότης Capitals: ΓΡΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: grypótēs Transliteration B: grypotēs Transliteration C: grypotis Beta Code: grupo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A hookedness, of the nose, opp. σιμότης, X.Cyr.8.4.21, Arist. Rh.1360a27; of a beak, Plu.2.994f; of talons, ib.641d.

German (Pape)

[Seite 507] ητος, ἡ, Krümmung, Bug, Sp.; bes. der Bug der Habichtnase, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Arist. Rhet. 1, 4; ὀνύχων, Krümmung der Klauen, Plut. Symp. 2, 7, 2; χείλους de esu carn. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, τὸ ἀγκιστροειδὲς· ἐπὶ ῥινός, κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμότης, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12· ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F· ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, αὐτόθι 641D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 courbure crochue (d’un bec, d’un nez aquilin);
2 courbure en gén.
Étymologie: γρυπός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
carácter aquilinode la nariz, op. σιμότης X.Cyr.8.4.21, Arist.Rh.1360a27, Plu.2.633b, Gal.1.637, Plot.5.9.12, γ. μυκτῆρος Plu.Ant.4
curvatura χείλους Plu.2.994f
curvamiento τῶν ὀνύχων Plu.2.641d, γινομένης κατὰ τοὺς σεισμοὺς γρυπότητός τινος περὶ τὴν γῆν Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον.

Greek Monotonic

γρῡπότης: -ητος, ἡ, γαμψότητα, κυρτότητα, λέγεται για τη μύτη· αντίθ. προς το σιμότης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γρυπότης: ητος ἡ
1) выгнутость, искривленность Arst., Plut.;
2) (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus).

Middle Liddell

[from γρυπός
hookedness, of the nose, opp. to σιμότης, Xen.