ζυγώ: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ζυγῶ, -έω) [[ζυγόν]]<br />[[στέκομαι]], τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλους παραπλεύρως [[κατά]] [[μέτωπο]], στον ίδιο [[ζυγό]], δηλ. στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] παράταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζυγείτε επί [[δεξιά]]» — [[παράγγελμα]] για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται [[πρώτος]] στο δεξιό [[άκρο]] της παράταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] ή [[παρελαύνω]] εφ' ενός ζυγού, [[κατά]] [[μέτωπον]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντεύω]], [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]] («το ζυγεῑν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).<br /><b>(II)</b><br />-όω<br /><b>βλ.</b> [[ζυγώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ζυγῶ, -έω) [[ζυγόν]]<br />[[στέκομαι]], τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλους παραπλεύρως [[κατά]] [[μέτωπο]], στον ίδιο [[ζυγό]], δηλ. στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] παράταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζυγείτε επί [[δεξιά]]» — [[παράγγελμα]] για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται [[πρώτος]] στο δεξιό [[άκρο]] της παράταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] ή [[παρελαύνω]] εφ' ενός ζυγού, [[κατά]] [[μέτωπον]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντεύω]], [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]] («το ζυγεῖν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).<br /><b>(II)</b><br />-όω<br /><b>βλ.</b> [[ζυγώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
(Α ζυγῶ, -έω) ζυγόν
στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης
νεοελλ.
φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» — παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται πρώτος στο δεξιό άκρο της παράταξης
αρχ.
1. βαδίζω ή παρελαύνω εφ' ενός ζυγού, κατά μέτωπον
2. ταλαντεύω, ζυγίζω, σταθμίζω («το ζυγεῖν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).
(II)
-όω
βλ. ζυγώνω.