καράς: Difference between revisions
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καράς | |||
|Medium diacritics=καράς | |||
|Low diacritics=καράς | |||
|Capitals=ΚΑΡΑΣ | |||
|Transliteration A=karás | |||
|Transliteration B=karas | |||
|Transliteration C=karas | |||
|Beta Code=kara/s | |||
|Definition=ο [[ἀποσπερματισμός]], Hsch. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> μαύρο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αυτά είπε ο [[καράς]] και τίναξε τα πέταλα ο [[φουκαράς]]» — λαϊκή κωμική [[έκφραση]] που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται [[πολλά]] και μεγαλεπήβολα, [[αλλά]] δεν προφθάνει να τά πραγματοποιήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kara</i> «[[μαύρος]]». Βλ. και <i>καρα</i>-].<br /><b>(II)</b><br />[[καράς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αποσπερματισμός. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> μαύρο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αυτά είπε ο [[καράς]] και τίναξε τα πέταλα ο [[φουκαράς]]» — λαϊκή κωμική [[έκφραση]] που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται [[πολλά]] και μεγαλεπήβολα, [[αλλά]] δεν προφθάνει να τά πραγματοποιήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kara</i> «[[μαύρος]]». Βλ. και <i>καρα</i>-].<br /><b>(II)</b><br />[[καράς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αποσπερματισμός. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 31 January 2021
English (LSJ)
ο ἀποσπερματισμός, Hsch.
Greek Monolingual
(I)
ο
1. μαύρο άλογο
2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» — λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά πραγματοποιήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara «μαύρος». Βλ. και καρα-].
(II)
καράς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αποσπερματισμός.