ἐπόψιμος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epopsimos
|Transliteration C=epopsimos
|Beta Code=e)po/yimos
|Beta Code=e)po/yimos
|Definition=ον<b class="b3">, (ἐπόψομαι)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be looked on</b>, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1312</span>.</span>
|Definition=ον<b class="b3">, (ἐπόψομαι)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that can be looked on]], δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1312</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόψιμος Medium diacritics: ἐπόψιμος Low diacritics: επόψιμος Capitals: ΕΠΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epópsimos Transliteration B: epopsimos Transliteration C: epopsimos Beta Code: e)po/yimos

English (LSJ)

ον, (ἐπόψομαι)

   A that can be looked on, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312.

German (Pape)

[Seite 1012] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόψιμος: -ον, (ἐπόψομαι), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Greek Monolingual

ἐπόψιμος, -ον (Α) έποψη
εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπόψιμος: -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόψιμος: зримый: δεινόν, οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.

Middle Liddell

ἐπόψιμος, ον ἐπόψομαι
that can be looked on, Soph.