λιμενορμίτης: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(1ba) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limenormitis | |Transliteration C=limenormitis | ||
|Beta Code=limenormi/ths | |Beta Code=limenormi/ths | ||
|Definition=[<b class="b3">μῑ], ου, ὁ,</b> (λιμήν, ὅρμος) <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">μῑ], ου, ὁ,</b> (λιμήν, ὅρμος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">god of harbours and mooring-places</b>, epith. of Priapus, <span class="title">AP</span>10.5 (Thyill.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:03, 11 December 2020
English (LSJ)
[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος) A god of harbours and mooring-places, epith. of Priapus, AP10.5 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait aborder au port.
Étymologie: λιμήν, ὅρμος.
Greek Monolingual
λιμενορμίτης και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)
(επίκληση του Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)].
Greek Monotonic
λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο λιμάνι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐμενορμίτης: ου (μῑ) ὁ хранитель портовой стоянки (эпитет Приапа) Anth.