συνορώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [[ὁρῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) [[αποφασίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] συγχρόνως («δύνασθαι | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [[ὁρῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) [[αποφασίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ [[τέλος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] και, γενικά, [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκεντρώνω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για δικαστή) [[βγάζω]] [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> (με αρν. [[μόριο]]) [[αρνούμαι]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. β' αορ.) <i>συνιδών</i>, -<i>οῡσα</i>, -<i>όν</i><br />λαμβάνοντας [[γνώση]], όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α [[σύνορος]]<br />[[συνορεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 2 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α ὁρῶ
μσν.
(με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω
αρχ.
1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῖ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.)
2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», Δημοσθ.)
3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι
4. (για δικαστή) βγάζω απόφαση
5. (με αρν. μόριο) αρνούμαι
6. (η μτχ. β' αορ.) συνιδών, -οῡσα, -όν
λαμβάνοντας γνώση, όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).
(II)
-έω, Α σύνορος
συνορεύω.