σκοτομήνη: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκοτόμαινα]] και [[σκοτόμηνα]], ἡ, Α<br />ασέληνη, σκοτεινή [[νύχτα]] («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοτομηνία]], κατ' [[επίδραση]] του [[μήνη]] «[[σελήνη]]», ενώ ο τ. [[σκοτόμαινα]] [[κατά]] τα θηλ. -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θεράπ</i>-<i>αινα</i>)].
|mltxt=και [[σκοτόμαινα]] και [[σκοτόμηνα]], ἡ, Α<br />ασέληνη, σκοτεινή [[νύχτα]] («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοτομηνία]], κατ' [[επίδραση]] του [[μήνη]] «[[σελήνη]]», ενώ ο τ. [[σκοτόμαινα]] [[κατά]] τα θηλ. -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θεράπ</i>-<i>αινα</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτομήνη Medium diacritics: σκοτομήνη Low diacritics: σκοτομήνη Capitals: ΣΚΟΤΟΜΗΝΗ
Transliteration A: skotomḗnē Transliteration B: skotomēnē Transliteration C: skotomini Beta Code: skotomh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A moonless night, LXX Ps.10(11).2, Aristid.Or.24(44).51 (f.l. for -μαίνῃ), Democr.(?) ap.Et.Gen. s.v. γλαύξ.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτομήνη: ἡ, νὺξ ἀσέληνος, «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· ὡσαύτως σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nuit obscure, sans lune ; fig. obscurité, trouble.
Étymologie: σκότος, μήνη.

Greek Monolingual

και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α
ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση του μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπ-αινα)].

Greek Monotonic

σκοτομήνη: ἡ, ασέληνη, χωρίς φεγγάρι νύχτα, σκοτεινή νύχτα.

Middle Liddell

σκοτο-μήνη, ἡ,
a moonless night.