πρόσορμος: Difference between revisions
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosormos | |Transliteration C=prosormos | ||
|Beta Code=pro/sormos | |Beta Code=pro/sormos | ||
|Definition=ὁ, = | |Definition=ὁ, = [[προσορμιστήριον]] ([[anchorage]]), Str. 14.3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:02, 16 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = προσορμιστήριον (anchorage), Str. 14.3.8.
German (Pape)
[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ-ορμος].
Greek Monotonic
πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.