ἀπότιλμα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotilma | |Transliteration C=apotilma | ||
|Beta Code=a)po/tilma | |Beta Code=a)po/tilma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece plucked off</b>, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece plucked off</b>, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν [[pluckings]], <span class="bibl">Theoc.15.19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.
German (Pape)
[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.
Greek Monolingual
ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).
Greek Monotonic
ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).