βιοστερής: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=viosteris | |Transliteration C=viosteris | ||
|Beta Code=biosterh/s | |Beta Code=biosterh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[reft of the means of life]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>747</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A reft of the means of life, S.OC747.
German (Pape)
[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
Greek (Liddell-Scott)
βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.
Spanish (DGE)
-ές privado de medios de vida S.OC 747.
Greek Monolingual
βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].
Greek Monotonic
βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιοστερής: лишенный средств к жизни Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιοστερής -ές βίος, στερέω van levensonderhoud beroofd.