γαμήλευμα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[γάμος]], Aesch.] [[γαμέω]]
|mdlsjtxt== [[γάμος]], Aesch.] [[γαμέω]]
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαμήλευμα]] -ατος, τό [~ [[γαμήλιος]] huwelijk. Aeschl. Ch. 624.
}}
}}

Revision as of 06:18, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμήλευμα Medium diacritics: γαμήλευμα Low diacritics: γαμήλευμα Capitals: ΓΑΜΗΛΕΥΜΑ
Transliteration A: gamḗleuma Transliteration B: gamēleuma Transliteration C: gamilevma Beta Code: gamh/leuma

English (LSJ)

τό,

   A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.

Greek (Liddell-Scott)

γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γάμος.
Étymologie: γαμήλιος.

Spanish (DGE)

(γᾰμήλευμα) -ματος, τό
bodorrio despect. por esposa de Clitemestra δυσφιλὲς γ. A.Ch.624.

Greek Monolingual

γαμήλευμα, το (Α)
γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαμήλιος.

Greek Monotonic

γαμήλευμα: -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμήλευμα: ατος τό Aesch. = γάμος.

Middle Liddell

= γάμος, Aesch.] γαμέω

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμήλευμα -ατος, τό [~ γαμήλιος huwelijk. Aeschl. Ch. 624.