καταρρᾳθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(1ab)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[lose]] from [[carelessness]], Xen., Dem.:—Pass., [[τὰ κατερρᾳθυμημένα]] = things [[lost]] [[through]] [[negligence]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[be very careless]], καταρρᾳθυμήσαντες [[through]] [[carelessness]], Xen.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρᾳθῡμέω''': εἶμαι ἐντελῶς [[ῥᾴθυμος]], [[ἀμελής]], χάνω [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν [[ὀπίσω]] [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ [[μετὰ]] τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα [[ἕνεκα]] ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, [[Πολυδ]]. Α΄, 158.
|lstext='''καταρρᾳθῡμέω''': εἶμαι ἐντελῶς [[ῥᾴθυμος]], [[ἀμελής]], χάνω [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν [[ὀπίσω]] [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ [[μετὰ]] τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα [[ἕνεκα]] ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, [[Πολυδ]]. Α΄, 158.
Line 9: Line 12:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[упускать по небрежности]] Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> [[быть беззаботным]], [[беспечным]]: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρᾳθυμέω gemakzuchtig zijn; door gemakzucht verliezen:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.
|elnltext=καταρρᾳθυμέω [[gemakzuchtig zijn]]; [[door gemakzucht verliezen]]:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[lose]] from [[carelessness]], Xen., Dem.:—Pass., τὰ κατερρᾳθυμημένα things [[lost]] [[through]] [[negligence]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> intr. to be [[very]] [[careless]], καταρρᾳθυμήσαντες [[through]] [[carelessness]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:21, 19 April 2022

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to lose from carelessness, Xen., Dem.:—Pass., τὰ κατερρᾳθυμημένα = things lost through negligence, Dem.
II. intr. to be very careless, καταρρᾳθυμήσαντες through carelessness, Xen.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.

Greek Monotonic

καταρρᾳθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., τὰ καταρρᾳθυμημένα, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.
II. αμτβ., είμαι εξαιρετικά απρόσεκτος, καταρρᾳθυμήσαντες, από την απερισκεψία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταρρᾳθῡμέω: (ρᾱ)
1) упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;
2) быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρρᾳθυμέω gemakzuchtig zijn; door gemakzucht verliezen:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.