πρόσεξις: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έξεως, ἡ, Α [[προσέχω]]<br />[[προσοχή]], [[προσήλωση]] («[[νοσοτροφία]]... ἐμπόδιον τῇ προσέξει | |mltxt=-έξεως, ἡ, Α [[προσέχω]]<br />[[προσοχή]], [[προσήλωση]] («[[νοσοτροφία]]... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῦ νοῡ», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (προσέχω)
A application, τοῦ νοῦ Pl.R.407b: abs., attention, Id.Def.413d.
German (Pape)
[Seite 760] ἡ, das Hinrichten, τοῦ νοῦ, Aufmerksamkeit, Plat. Rep. III, 407 b.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσεξις: ἡ, (προσέχω), προσοχή, Πλάτ. Πολ. 407Β, Ὅρ. 413D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
attention.
Étymologie: προσέχω.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α προσέχω
προσοχή, προσήλωση («νοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῦ νοῡ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
πρόσεξις: ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσεξις -εως, ἡ [προσέχω] aandacht, concentratie.
Russian (Dvoretsky)
πρόσεξις: εως ἡ внимание, внимательность Plat.