ὑποπτυχίς: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoptychis | |Transliteration C=ypoptychis | ||
|Beta Code=u(poptuxi/s | |Beta Code=u(poptuxi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[joint]], τοῦ θώρακος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:03, 29 June 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.
German (Pape)
[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Greek Monotonic
ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπτῠχίς: ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).