ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕποχος:''' <b class="num">1)</b> подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;<br /><b class="num">2)</b> повинный, виновный (τινος Dem.).
|elrutext='''ὕποχος:'''<br /><b class="num">1)</b> подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;<br /><b class="num">2)</b> повинный, виновный (τινος Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem.
|mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem.
}}
}}

Revision as of 17:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕποχος Medium diacritics: ὕποχος Low diacritics: ύποχος Capitals: ΥΠΟΧΟΣ
Transliteration A: hýpochos Transliteration B: hypochos Transliteration C: ypochos Beta Code: u(/poxos

English (LSJ)

ον, (ὑπέχω)

   A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.).    2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.

Greek Monotonic

ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὕποχος:
1) подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;
2) повинный, виновный (τινος Dem.).

Middle Liddell

ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω
1. subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι king's subjects or officers, of the great king, Aesch.
2. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.