ὠτάριον: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(1b) |
(c2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠτά˘ριον, ου, τό, [Dim. of οὖς]<br />a [[little]] ear, Anth. | |mdlsjtxt=ὠτά˘ριον, ου, τό, [Dim. of οὖς]<br />a [[little]] ear, Anth. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':çt⋯on 哦提按<p>'''詞類次數''':名詞(5)<p>'''原文字根''':耳 相當於: ([[אֹזֶן]]‎)<p>'''字義溯源''':耳朵,外耳,耳;源自([[οὖς]])*=耳)<p/>'''出現次數''':總共(3);太(1);路(1);約(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 耳朵(3) 太26:51; 路22:51; 約18:26 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2019
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of οὖς,
A a little ear, Anaxandr.43; ὠτάρι' ὕεια Alex.110.16; later simply = οὖς, AP11.75 (Lucill.); Ev.Jo.18.10. II metaph., handle of a vessel, Parth. ap. Ath.11.783c; ὠτάρια κάδου IG7.3498.18 (Oropus, iii B. C.), cf. BGU781i15, Inscr.Délos 421.54 (ii B. C.). III the ormer or Haliotis, Ath.3.87f.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, αὐτόθι 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de οὖς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ.
1. μικρό αφτί, αφτάκι
2. λαβή αγγείου
3. είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Greek Monotonic
ὠτάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οὖς, μικρό αυτί, αυτάκι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠτάριον: (ᾰ) οὖς τό ушко Anth.
Middle Liddell
ὠτά˘ριον, ου, τό, [Dim. of οὖς]
a little ear, Anth.
Chinese
原文音譯:çt⋯on 哦提按詞類次數:名詞(5)
原文字根:耳 相當於: (אֹזֶן)
字義溯源:耳朵,外耳,耳;源自(οὖς)*=耳)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);約(1)
譯字彙編:
1) 耳朵(3) 太26:51; 路22:51; 約18:26