λοισθήιος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(1ba)
mNo edit summary
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοισθήϊος]], -ον (Α) [[[λοίσθος]] (I)]<br />αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή [[είναι]] προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' [[ἄεθλον]]» — πήρε το τελευταίο [[βραβείο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[λοισθήϊος]], -ον (Α) [[λοίσθος]] (I)<br />αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή [[είναι]] προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' [[ἄεθλον]]» — πήρε το τελευταίο [[βραβείο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοισθήιος]], ον [epic for [[λοίσθιος]]<br />λοισθήιον [[ἄεθλον]] the [[prize]] for the [[last]] in the [[race]], Il.
|mdlsjtxt=[[λοισθήιος]], ον [epic for [[λοίσθιος]]<br />λοισθήιον [[ἄεθλον]] the [[prize]] for the [[last]] in the [[race]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 08:48, 19 January 2024

Greek (Liddell-Scott)

λοισθήιος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ λοίσθιος, λοῖσθος, Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ ἄεθλον, «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον ἔπαθλον ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· ὡσαύτως πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) αὐτόθι 751.

English (Autenrieth)

(λοῖσθος): for the last in the race, only of prizes, ἄεθλον; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, δευτερεῖα), prize for the last, Il. 23.751. (Il.)

Greek Monolingual

λοισθήϊος, -ον (Α) λοίσθος (I)
αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον» — πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.).

Middle Liddell

λοισθήιος, ον [epic for λοίσθιος
λοισθήιον ἄεθλον the prize for the last in the race, Il.