λοισθήϊος
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
λοισθήϊον, of the last or for the last, λοισθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον the prize for the last in the race, Il.23.785: pl., λοισθή ἔθηκε last prize, ib. 751.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le dernier arrivé ; τὰ λοισθήϊα IL prix pour le dernier arrivé à la course.
Étymologie: λοῖσθος.
Greek Monolingual
λοισθήϊος, -ον (Α) λοίσθος (I)
αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον» — πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
λοισθήϊος: -ον, Επικ. αντί λοίσθιος, λοισθήϊον ἄεθλον, έπαθλο γι' αυτόν που τερματίζει τελευταίος σε αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λοισθήϊος: последний, т. е. дающийся последнему победителю (ἄεθλον Hom.).
German (Pape)
ον, ep. = λοίσθιος; λοισθήϊον ἄεθλον, Kampfpreis für den Letzten, Il. 23.785; so auch ohne subst., λοισθήϊ' ἔθηκεν, zu nehmen, ib. 751.
Greek (Liddell-Scott)
λοισθήιος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ λοίσθιος, λοῖσθος, Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ ἄεθλον, «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον ἔπαθλον ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· ὡσαύτως πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) αὐτόθι 751.
English (Autenrieth)
(λοῖσθος): for the last in the race, only of prizes, ἄεθλον; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, δευτερεῖα), prize for the last, Il. 23.751. (Il.)