Μαργίτης: Difference between revisions
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(1ba) |
m (Text replacement - "*" to "*") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Margitēs | |Transliteration B=Margitēs | ||
|Transliteration C=Margitis | |Transliteration C=Margitis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*margi/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, (μάργος) <span class="title">Margites</span>, i. e. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">madman</b>, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448b30</span>, etc.</span> | |Definition=ου, ὁ, (μάργος) <span class="title">Margites</span>, i. e. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">madman</b>, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448b30</span>, etc.</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 13 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (μάργος) Margites, i. e.
A madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d’un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d’un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.
Greek Monotonic
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.
Russian (Dvoretsky)
Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.
Middle Liddell
Μαργί¯της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.