μονόστιχος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus <b class="b2">einer</b> Reihe, ei nem Verse bestehend; [[ἐπίγραμμα]], Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus [[einer]] Reihe, ei nem Verse bestehend; [[ἐπίγραμμα]], Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστῐχος Medium diacritics: μονόστιχος Low diacritics: μονόστιχος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: monóstichos Transliteration B: monostichos Transliteration C: monostichos Beta Code: mono/stixos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose d’un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)
ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στίχος (πρβλ. πολύ-στιχος)].

Greek Monotonic

μονόστιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μονόστῐχος: состоящий из одного лишь стиха (ἐπίγραμμα Anth.): τὰ μονόστιχα Plut. одностишия.

Middle Liddell

μονό-στῐχος, ον
consisting of one verse, Anth.; τὰ μ. single verses, Plut.