ὀρέστερος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(1ba)
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρέστερος]], η, ον [poetic for [[ὀρεινός]] II, Hom., Trag.]
|mdlsjtxt=[[ὀρέστερος]], η, ον [poetic for [[ὀρεινός]] II, Hom., Trag.]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[haunting the mountains]]
}}
}}

Revision as of 14:55, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέστερος Medium diacritics: ὀρέστερος Low diacritics: ορέστερος Capitals: ΟΡΕΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: orésteros Transliteration B: oresteros Transliteration C: oresteros Beta Code: o)re/steros

English (LSJ)

α, ον, poet. for ὀρεινός, epith. of a snake, Il.22.93 ; of wolves and lions, Od.10.212 ;

   A ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)

German (Pape)

[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ὀρεινός.

English (Autenrieth)

(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.

Greek Monolingual

ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].

Greek Monotonic

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέστερος: Hom., Soph., Eur. = ὀρεινός.

Middle Liddell

ὀρέστερος, η, ον [poetic for ὀρεινός II, Hom., Trag.]

English (Woodhouse)

haunting the mountains

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)