χούς: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α<br /><b>1.</b> παλαιό [[αττικό]] [[μέτρο]] υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αγγείο]] πόσης που είχε [[χωρητικότητα]] έναν χου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[συνεισφορά]] για την [[εξασφάλιση]] συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] [[λέσχης]] ή εταιρείας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[Χόες]]<br />η δεύτερη [[ημέρα]] της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι [[χόες]]» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χοῦς]] [[είναι]] δάνεια από το ακκαδικό <i>q</i><i>ū</i> και δεν ανήκει στην [[οικογένεια]] του <i>χέω</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[χοός]] και χοῦ, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χους]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:34, 13 June 2022
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῦ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.