Μαργίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Margitis
|Transliteration C=Margitis
|Beta Code=&#42;margi/ths
|Beta Code=&#42;margi/ths
|Definition=ου, ὁ, (μάργος) <span class="title">Margites</span>, i. e. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">madman</b>, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448b30</span>, etc.</span>
|Definition=ου, ὁ, (μάργος) <span class="title">Margites</span>, i. e. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[madman]], hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448b30</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαργῑτης Medium diacritics: Μαργίτης Low diacritics: Μαργίτης Capitals: ΜΑΡΓΙΤΗΣ
Transliteration A: Margítēs Transliteration B: Margitēs Transliteration C: Margitis Beta Code: *margi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μάργος) Margites, i. e.

   A madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d’un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d’un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.

Greek Monotonic

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.

Russian (Dvoretsky)

Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.

Middle Liddell

Μαργί¯της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.