γλίτσα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γλίντζα]], γλίτζα, η<br /><b>1.</b> [[λίπος]] από βρασμένο [[κρέας]], [[κυρίως]] [[χοιρινό]], η [[γλίνα]]<br /><b>2.</b> [[λεκές]] από [[λίπος]]<br /><b>3.</b> λιπαρή και γλιστερή [[βρομιά]]<br /><b>4.</b> «[[γλίτσα]] της πέτρας» — το [[φυτό]] ροκέλλη η φύκοψις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το [[κνίσα]] με [[τροπή]] του -<i>σ</i>- σε -<i>τσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σαλαγώ]] -<i>τσαλαγώ</i>, [[γλώσσα]] -<i>γλώτσα</i>). Για την [[τροπή]] <i>κν</i>- > <i>γλ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> διαλεκτ. <i>γλισάρι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κνισάρι</i>. Κατ' άλλους η λ. [[γλίτσα]] <span style="color: red;"><</span> <b>(βουλγ.)</b> <i>glinza</i>, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη [[γλίνα]]].
|mltxt=και [[γλίντζα]], γλίτζα, η<br /><b>1.</b> [[λίπος]] από βρασμένο [[κρέας]], [[κυρίως]] [[χοιρινό]], η [[γλίνα]]<br /><b>2.</b> [[λεκές]] από [[λίπος]]<br /><b>3.</b> λιπαρή και γλιστερή [[βρομιά]]<br /><b>4.</b> «[[γλίτσα]] της πέτρας» — το [[φυτό]] ροκέλλη η φύκοψις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το [[κνίσα]] με [[τροπή]] του -<i>σ</i>- σε -<i>τσ</i>- ([[πρβλ]]. [[σαλαγώ]] -<i>τσαλαγώ</i>, [[γλώσσα]] -<i>γλώτσα</i>). Για την [[τροπή]] <i>κν</i>- > <i>γλ</i>- [[πρβλ]]. διαλεκτ. <i>γλισάρι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κνισάρι</i>. Κατ' άλλους η λ. [[γλίτσα]] <span style="color: red;"><</span> <b>(βουλγ.)</b> <i>glinza</i>, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη [[γλίνα]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γλίντζα, γλίτζα, η
1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα
2. λεκές από λίπος
3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά
4. «γλίτσα της πέτρας» — το φυτό ροκέλλη η φύκοψις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. σαλαγώ -τσαλαγώ, γλώσσα -γλώτσα). Για την τροπή κν- > γλ- πρβλ. διαλεκτ. γλισάρι < κνισάρι. Κατ' άλλους η λ. γλίτσα < (βουλγ.) glinza, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη γλίνα].