άσφαλτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἄσφαλτος]], η, ο και ἄσφαλτον, το)<br />μαύρο ή [[καφέ]] πετρελαιογενές υλικό με υφή που ποικίλλει από παχύρρευστο [[υγρό]] ως στερεό<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄσφαλτος]]<br /><b>1.</b> [[πίσσα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για ρηματικό επίθ. του [[σφάλλω]] με στερητικό <i>α</i>- και ενεργητική [[σημασία]] «αυτός που εμποδίζει το [[γλίστρημα]], το [[πέσιμο]]». Μια τέτοια ετυμολόγηση εξηγείται από το [[γεγονός]] ότι η [[άσφαλτος]] χρησιμοποιήθηκε πιθ. ως συνεκτική ύλη που προστάτευε τα τείχη από το «<i>σφάλλεσθαι</i>», δηλ. από το να γκρεμιστούν. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]] δεν [[είναι]] ικανοποιητική, παρ' όλο που η [[άσφαλτος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[κονίαμα]], [[τεχνική]] που δεν έχει ελληνική [[προέλευση]]. Η λ. [[άσφαλτος]], [[άσφαλτον]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]]<br /><b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>asphalt</i>, γαλλ. <i>asphalte</i>, γερμ. <i>Asphalt</i>, τύποι που συνετέλεσαν στον σχηματισμό νέων επιστημονικών όρων, αρκετοί από τους οποίους παρελήφθησαν ως δάνεια από την ελληνική<br /><b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>asphalt mastic</i>, γερμ. <i>Asphaltmastix</i> (ελλ. [[ασφαλτομαστίχη]]), αγγλ. <i>asphalt cement</i>, γερμ. <i>Asphaltbeton</i>, γαλλ. <i>asphaltene</i> > αγγλ. <i>asphaltene</i>) (ελλ. <i>ασφαλτένιο</i>) κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασφαλτίτης]], [[ασφαλτώνω]] (-<i>ώ</i>), [[ασφαλτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ασφαλτένιο</i>, [[ασφαλτικός]], [[ασφαλτούχος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ασφαλτόπισσα]], [[πισσάσφαλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασφαλτομαστίχη]], [[ασφαλτοστρώνω]], [[χυτάσφαλτος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο και [[άσφαλος]] (Μ [[ἄσφαλτος]], -ον) [[σφάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, ο [[αλάθητος]]<br /><b>2.</b> [[βέβαιος]], [[σίγουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἄσφαλτος]], η, ο και ἄσφαλτον, το)<br />μαύρο ή [[καφέ]] πετρελαιογενές υλικό με υφή που ποικίλλει από παχύρρευστο [[υγρό]] ως στερεό<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄσφαλτος]]<br /><b>1.</b> [[πίσσα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται πιθ. για ρηματικό επίθ. του [[σφάλλω]] με στερητικό <i>α</i>- και ενεργητική [[σημασία]] «αυτός που εμποδίζει το [[γλίστρημα]], το [[πέσιμο]]». Μια τέτοια ετυμολόγηση εξηγείται από το [[γεγονός]] ότι η [[άσφαλτος]] χρησιμοποιήθηκε πιθ. ως συνεκτική ύλη που προστάτευε τα τείχη από το «<i>σφάλλεσθαι</i>», δηλ. από το να γκρεμιστούν. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]] δεν [[είναι]] ικανοποιητική, παρ' όλο που η [[άσφαλτος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[κονίαμα]], [[τεχνική]] που δεν έχει ελληνική [[προέλευση]]. Η λ. [[άσφαλτος]], [[άσφαλτον]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]]<br /><b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>asphalt</i>, γαλλ. <i>asphalte</i>, γερμ. <i>Asphalt</i>, τύποι που συνετέλεσαν στον σχηματισμό νέων επιστημονικών όρων, αρκετοί από τους οποίους παρελήφθησαν ως δάνεια από την ελληνική<br /><b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>asphalt mastic</i>, γερμ. <i>Asphaltmastix</i> (ελλ. [[ασφαλτομαστίχη]]), αγγλ. <i>asphalt cement</i>, γερμ. <i>Asphaltbeton</i>, γαλλ. <i>asphaltene</i> > αγγλ. <i>asphaltene</i>) (ελλ. <i>ασφαλτένιο</i>) κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασφαλτίτης]], [[ασφαλτώνω]] (-<i>ώ</i>), [[ασφαλτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ασφαλτένιο</i>, [[ασφαλτικός]], [[ασφαλτούχος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ασφαλτόπισσα]], [[πισσάσφαλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασφαλτομαστίχη]], [[ασφαλτοστρώνω]], [[χυτάσφαλτος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο και [[άσφαλος]] (Μ [[ἄσφαλτος]], -ον) [[σφάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, ο [[αλάθητος]]<br /><b>2.</b> [[βέβαιος]], [[σίγουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἄσφαλτος, η, ο και ἄσφαλτον, το)
μαύρο ή καφέ πετρελαιογενές υλικό με υφή που ποικίλλει από παχύρρευστο υγρό ως στερεό
αρχ.
ἄσφαλτος
1. πίσσα
2. είδος πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για ρηματικό επίθ. του σφάλλω με στερητικό α- και ενεργητική σημασία «αυτός που εμποδίζει το γλίστρημα, το πέσιμο». Μια τέτοια ετυμολόγηση εξηγείται από το γεγονός ότι η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε πιθ. ως συνεκτική ύλη που προστάτευε τα τείχη από το «σφάλλεσθαι», δηλ. από το να γκρεμιστούν. Η υπόθεση ότι η λ. είναι σημιτικό δάνειο δεν είναι ικανοποιητική, παρ' όλο που η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε ως κονίαμα, τεχνική που δεν έχει ελληνική προέλευση. Η λ. άσφαλτος, άσφαλτον έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγλ. asphalt, γαλλ. asphalte, γερμ. Asphalt, τύποι που συνετέλεσαν στον σχηματισμό νέων επιστημονικών όρων, αρκετοί από τους οποίους παρελήφθησαν ως δάνεια από την ελληνική
πρβλ. αγγλ. asphalt mastic, γερμ. Asphaltmastix (ελλ. ασφαλτομαστίχη), αγγλ. asphalt cement, γερμ. Asphaltbeton, γαλλ. asphaltene > αγγλ. asphaltene) (ελλ. ασφαλτένιο) κ.ά.
ΠΑΡ. ασφαλτίτης, ασφαλτώνω (-ώ), ασφαλτώδης
νεοελλ.
ασφαλτένιο, ασφαλτικός, ασφαλτούχος.
ΣΥΝΘ. ασφαλτόπισσα, πισσάσφαλτος
νεοελλ.
ασφαλτομαστίχη, ασφαλτοστρώνω, χυτάσφαλτος].
(II)
-η, -ο και άσφαλοςἄσφαλτος, -ον) σφάλλω
1. αυτός που δεν σφάλλει, ο αλάθητος
2. βέβαιος, σίγουρος
νεοελλ.
δραστήριος, αποτελεσματικός.