επιχύνω: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιχέω]]<br />Μ και [[ἐπιχύνω]])<br />[[χύνω]] [[υγρό]] [[επάνω]] ή [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «[[γάλα]] γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπίχυσον»<br />«χερσὶ δ’ ἐφ’ [[ὕδωρ]] χευάντων» — [[αφού]] έριξαν [[νερό]] στα χέρια τους, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδειάζοντας [[ποτό]] [[γεμίζω]] το [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] άφθονα, [[διασπείρω]] («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν [[ὀξέα]]»)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]] ρίχνοντας από [[πάνω]] («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με [[σινάπι]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[συσσωρεύω]]<br />(«χυτὴν ἐπί γαῑαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από [[χώμα]] [[πάνω]] στον τάφο του, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[απλώνω]] [[επάνω]] μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε [[ολόκληρος]] με φύλλα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — [[πίνω]] στην [[υγεία]] ή [[προς]] τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου [[προς]] αυτόν<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχύνομαι</i><br />(για λόγο ή [[φράση]]) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ | |mltxt=(AM [[ἐπιχέω]]<br />Μ και [[ἐπιχύνω]])<br />[[χύνω]] [[υγρό]] [[επάνω]] ή [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «[[γάλα]] γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπίχυσον»<br />«χερσὶ δ’ ἐφ’ [[ὕδωρ]] χευάντων» — [[αφού]] έριξαν [[νερό]] στα χέρια τους, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδειάζοντας [[ποτό]] [[γεμίζω]] το [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] άφθονα, [[διασπείρω]] («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν [[ὀξέα]]»)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]] ρίχνοντας από [[πάνω]] («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με [[σινάπι]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[συσσωρεύω]]<br />(«χυτὴν ἐπί γαῑαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από [[χώμα]] [[πάνω]] στον τάφο του, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[απλώνω]] [[επάνω]] μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε [[ολόκληρος]] με φύλλα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — [[πίνω]] στην [[υγεία]] ή [[προς]] τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου [[προς]] αυτόν<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχύνομαι</i><br />(για λόγο ή [[φράση]]) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ νῦν δὴ [[λόγος]] ἡμῑν ἐπιχυθείς»). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπιχέω
Μ και ἐπιχύνω)
χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπίχυσον»
«χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» — αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι
2. ρίχνω άφθονα, διασπείρω («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν ὀξέα»)
3. καλύπτω ρίχνοντας από πάνω («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με σινάπι, Λουκιαν.)
4. συσσωρεύω
(«χυτὴν ἐπί γαῑαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από χώμα πάνω στον τάφο του, Ομ. Οδ.)
5. ρίχνω, απλώνω επάνω μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε ολόκληρος με φύλλα, Ομ. Οδ.)
6. φρ. «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — πίνω στην υγεία ή προς τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου προς αυτόν
7. παθ. ἐπιχύνομαι
(για λόγο ή φράση) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ νῦν δὴ λόγος ἡμῑν ἐπιχυθείς»).