επικουρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπικουρῶ, -έω) [[επίκουρος]]<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα [[μετὰ]] Πρίαμόν τε καὶ υἷας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερασπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[βοηθώ]] κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη [[θέση]] («ἀλλ’ ἐπικουρῶν [[κρύβδην]] ἑτέροισι ποιηταῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]] («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[προμηθεύω]]<br /><b>5.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[αντιμετωπίζω]] επιτυχώς («[[οὐδέ]] γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] [[στρατιώτης]].
|mltxt=(AM ἐπικουρῶ, -έω) [[επίκουρος]]<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα [[μετὰ]] Πρίαμόν τε καὶ υἷας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερασπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[βοηθώ]] κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη [[θέση]] («ἀλλ’ ἐπικουρῶν [[κρύβδην]] ἑτέροισι ποιηταῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]] («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[προμηθεύω]]<br /><b>5.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[αντιμετωπίζω]] επιτυχώς («[[οὐδέ]] γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] [[στρατιώτης]].
}}
}}

Revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐπικουρῶ, -έω) επίκουρος
βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.)
μσν.
υπερασπίζω
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῖς», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος σε κάποιον
3. προφυλάσσω κάποιον από κάτι («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», Ξεν.)
4. προμηθεύω
5. (με δοτ. πράγμ.) ανακουφίζω από κάτι («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», Ξεν.)
6. φροντίζω για κάτι, αντιμετωπίζω επιτυχώς («οὐδέ γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)
7. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης.