ζοφοδορπίδας: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zofodorpidas
|Transliteration C=zofodorpidas
|Beta Code=zofodorpi/das
|Beta Code=zofodorpi/das
|Definition=α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">supping in the dark</b> or <b class="b2">in secret</b>, of Pittacus, <span class="bibl">Alc. 37</span> B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.<span class="title">Can.</span>20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.
|Definition=α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">supping in the dark</b> or [[in secret]], of Pittacus, <span class="bibl">Alc. 37</span> B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.<span class="title">Can.</span>20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφοδορπίδας Medium diacritics: ζοφοδορπίδας Low diacritics: ζοφοδορπίδας Capitals: ΖΟΦΟΔΟΡΠΙΔΑΣ
Transliteration A: zophodorpídas Transliteration B: zophodorpidas Transliteration C: zofodorpidas Beta Code: zofodorpi/das

English (LSJ)

α, ὁ,

   A supping in the dark or in secret, of Pittacus, Alc. 37 B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.Can.20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1140] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς δεῖπνος (was wohl σκοτόδειπνος heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 λαθροφάγος erkl.).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφοδορπίδας: -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ζοφοδορπίδας και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)
1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)
2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῑπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ ζοφοδορπίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + δόρπον «δείπνο»].

Russian (Dvoretsky)

ζοφοδορπίδας: ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.