πρόθυρο: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πρόθυρον]], ΝΜΑ, και [[προθίουρον]] Α<br />(στον εν. και συν. στον πληθ.) <i>τα πρόθυρα</i><br />α) ο [[χώρος]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] ή [[γύρω]] από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «[[οὗτος]] ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]]<br />γ) <b>μτφ.</b> πολύ [[κοντινός]] [[τόπος]] (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου [[πρόθυρον]] Ποτειδᾱνος», <b>Πίνδ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[εξέλιξη]] μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η [[οικονομία]] βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῑς τοῦ ἀγαθοῡ προθύροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θύρα]] της αυλής, η [[αυλόπορτα]], η [[εξώπορτα]] («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[υπόστεγο]] που βρισκόταν [[μπροστά]] από το [[μέγαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]) <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>θυρο</i>].
|mltxt=το / [[πρόθυρον]], ΝΜΑ, και [[προθίουρον]] Α<br />(στον εν. και συν. στον πληθ.) <i>τα πρόθυρα</i><br />α) ο [[χώρος]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] ή [[γύρω]] από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «[[οὗτος]] ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]]<br />γ) <b>μτφ.</b> πολύ [[κοντινός]] [[τόπος]] (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου [[πρόθυρον]] Ποτειδᾱνος», <b>Πίνδ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[εξέλιξη]] μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η [[οικονομία]] βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῡ προθύροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θύρα]] της αυλής, η [[αυλόπορτα]], η [[εξώπορτα]] («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[υπόστεγο]] που βρισκόταν [[μπροστά]] από το [[μέγαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]) <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>θυρο</i>].
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α
(στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα
α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
β) ο πρόναος
γ) μτφ. πολύ κοντινός τόπος (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾱνος», Πίνδ.)
δ) μτφ. μικρό χρονικό διάστημα πριν από την εξέλιξη μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῡ προθύροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα, η εξώπορτα («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», Ομ. Ιλ.)
2. το υπόστεγο που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θυρον (< θύρα) πρβλ. παρά-θυρο].