συνωφρυωμένος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]]
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]].
}}
}}

Revision as of 14:27, 25 September 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωφρυωμένος Medium diacritics: συνωφρυωμένος Low diacritics: συνωφρυωμένος Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: synōphryōménos Transliteration B: synōphryōmenos Transliteration C: synofryomenos Beta Code: sunwfruwme/nos

English (LSJ)

συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.