κατάλειμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(c1)
(cc1)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταλειμματος, τό ([[καταλείπω]]), a [[remnant]], [[remains]]: R G, [[where]] it is equivalent to a [[few]], a [[small]] [[part]]; [[see]] [[ὑπόλειμμα]]. (the Sept., Galen.)  
|txtha=καταλειμματος, τό ([[καταλείπω]]), a [[remnant]], [[remains]]: R G, [[where]] it is equivalent to a [[few]], a [[small]] [[part]]; [[see]] [[ὑπόλειμμα]]. (the Sept., Galen.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kat£leimma 卡他-練馬<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':向下-缺乏 相當於: ([[שְׁאָר]]&#x200E;)  ([[שְׁאֵרִית]]&#x200E;)  ([[שָׂרִיד]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自([[καταλείπω]])=留下);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。註:和合本以 ([[ὑπόλειμμα]])代替 ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])比較: ([[λεῖμμα]])=餘數參讀 ([[ἀπολείπω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(1);羅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 餘數(1) 羅9:27
|sngr='''原文音譯''':kat£leimma 卡他-練馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-缺乏 相當於: ([[שְׁאָר]]&#x200E;)  ([[שְׁאֵרִית]]&#x200E;)  ([[שָׂרִיד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自([[καταλείπω]])=留下);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。註:和合本以 ([[ὑπόλειμμα]])代替 ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])比較: ([[λεῖμμα]])=餘數參讀 ([[ἀπολείπω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘數(1) 羅9:27
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειμμα Medium diacritics: κατάλειμμα Low diacritics: κατάλειμμα Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: katáleimma Transliteration B: kataleimma Transliteration C: kataleimma Beta Code: kata/leimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A remnant, LXXGe.45.7,al.    2 v. κατάλημμα.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.

English (Strong)

from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.

English (Thayer)

καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)

Greek Monolingual

το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειμμα: ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT).

Chinese

原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר‎) (שְׁאֵרִית‎) (שָׂרִיד‎)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 餘數(1) 羅9:27