лукавый: Difference between revisions
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[αἱμύλος]], [[ἐπίκλοπος]], [[δολιόμυθος]], [[πολύπλοκος]], [[ποικιλόφρων]], [[κακομηδής]], [[σκολιός]], [[κέρτομος]], [[ποικίλος]], [[κερδαλέος]], [[εἰρωνικός]], [[κλεψίφρων]], [[δολοπλόκος]], [[ἀγκυλομήτης]], [[ποικιλομήχανος]], [[δολόεις]], [[δολιόμητις]] | |rueltext=[[πονηρός]], [[αἱμύλος]], [[ἐπίκλοπος]], [[δολιόμυθος]], [[πολύπλοκος]], [[ποικιλόφρων]], [[κακομηδής]], [[σκολιός]], [[κέρτομος]], [[ποικίλος]], [[κερδαλέος]], [[εἰρωνικός]], [[κλεψίφρων]], [[δολοπλόκος]], [[ἀγκυλομήτης]], [[ποικιλομήχανος]], [[δολόεις]], [[δολιόμητις]], [[πλάγιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
πονηρός, αἱμύλος, ἐπίκλοπος, δολιόμυθος, πολύπλοκος, ποικιλόφρων, κακομηδής, σκολιός, κέρτομος, ποικίλος, κερδαλέος, εἰρωνικός, κλεψίφρων, δολοπλόκος, ἀγκυλομήτης, ποικιλομήχανος, δολόεις, δολιόμητις, πλάγιος