испытывать: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]] | |rueltext=[[ἐφοράω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]], [[ἴσχω]], [[διαχράομαι]], [[κρίνω]], [[ἱστορέω]], [[ἐλέγχω]], [[πειράω]], [[ὑπέχω]], [[κρούω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐφοράω, ἀμφιέπω, ἀπολαύω, συνεκφέρω, ἀποπειράω, διαπειράω, ἐκπειράζω, καταπειράζω, βασανίζω, ἐξελέγχω, ἀνερευνάω, ἐπαυρίσκω, συνδοκιμάζω, ἁφάω, ἀναπειράομαι, ἐκπειράομαι, παραπειράομαι, διελέγχω, δοκιμάζω, διακωδωνίζω, ἐξετάζω, ἐρεείνω, ἴσχω, διαχράομαι, κρίνω, ἱστορέω, ἐλέγχω, πειράω, ὑπέχω, κρούω