присваивать себе: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]] | |rueltext=[[κατέχω]], [[ἐφέλκω]], [[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]], [[προσποιέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
κατέχω, ἐφέλκω, προσεπιδράσσομαι, προσεπιδράττομαι, διανοσφίζομαι, ἐκνοσφίζομαι, μεταποιέω, ἰδιοποιέομαι, σφετερίζω, ἐξιδιόομαι, οἰκειόω, οἰκηϊόω, προσπεριβάλλω, νοσφίζω, ἀπονέμω, προσποιέω