перевозить: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(5) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιαβιβάζω]] | |rueltext=[[συνδιαβιβάζω]] ;; [[ἀνακομίζω]] ;; [[ἀγκομίζω]] ;; [[ὑπερβιβάζω]] ;; [[φορτηγέω]] ;; [[πορθμεύω]] ;; [[διάγω]] ;; [[διαπεραιόω]] ;; [[διαπορεύω]] ;; [[διακομίζω]] ;; [[διαπορθμεύω]] ;; [[περαιόω]] ;; [[παρακομίζω]] ;; [[διαπεράω]] ;; [[διαφέρω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
συνδιαβιβάζω ;; ἀνακομίζω ;; ἀγκομίζω ;; ὑπερβιβάζω ;; φορτηγέω ;; πορθμεύω ;; διάγω ;; διαπεραιόω ;; διαπορεύω ;; διακομίζω ;; διαπορθμεύω ;; περαιόω ;; παρακομίζω ;; διαπεράω ;; διαφέρω